Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Χόρτασα, πόσα χρόνια ποθούσα απ’ το δικό σου χέρι, μονάχος να προσεγγίσω τον εχθρό. Ανόσια ανταποδίδω κρυφά στη νύχτα, δέκα χτυπήματα εξαγνισμού, σαν κήρυκας δοξολογώντας τη λευκή όψη της αυγής. Φαίνεται, χαίρεσαι να υφαίνεις αποχρώσεις στις φλέβες μου. Δε με γνώρισες; Ο φόβος σου σκότισε το μυαλό. Ξυπνάτε άραγε εσείς οι μεθυσμένοι με αγίασμα μονάχα, σαν κάποιος γέρος καθαρός σας λούσει; Θυσία πάντα τα έλαια σου στους φτωχούς, να κόψεις δυστυχία παντοτινή, στην ιερή πυρά να τη βυθίσεις. Πρόθυμα η ανάσα σου στο Θεό να τρέξει. Δίχως στολίδια, καθρεφτίζοντας αγρίμια, το σώμα σου τροφή στα όρνια κι όλες τις ατιμίες λαχταρώ, να ξεστομίσω την ώρα που κατάματα θα λυτρωθώ από άνθρωπος. Ταπεινό το στόμα που φωνάζει Δόξα. Μακριά από υπηρέτες κι από στεφάνια που δύσκολα αξίζεις. Σιχαίνομαι τα ονόματα της ντροπής που αμφίβολα αιώνια συγκατοικούμε. Να ‘ναι φρόνιμη τάχα η συμφορά του ανθρώπου στου νηπίου το λυγμό; Παράνομα λάμπεις στη δίκη αυτή. Θα μιλήσω φριχτά μόνο. Την τελευταία πράξη την κερδίζει η σφαγή. Καταχωρήθηκε. Τραβάτε τώρα να πληρώσετε και τη σειρά σας.

Η φρίκη ετελέσθει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: