Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

closed


Κλείσαμε. Η παράδοση καημών από την ερχόμενη χρονιά. Στην καινούργια μας διεύθυνση. Για πληροφορίες ρωτήστε εντός… η σκόνη θα σας κατατοπίσει. Μιλήστε ελεύθερα, η σκέψη σας μονάχα να ηχεί. Τις απαντήσεις, θα τις βρείτε κατάβαθης, καρδιάς αγνής. Στους μη έχοντες, δανείζουν στο μαγαζάκι στη γωνία ΄΄εξομολογητήριο ψυχών΄΄.
Χρησιμοποιήστε ελεύθερα την γνωριμία μας για την διευκόλυνση της εισόδου σας.

Sad young man in a train


Θα αγόραζα πολύ φτηνά κάτι δρομολόγια συνωστισμού, άνευ προορισμού. Η εισπράκτορ φυγή, ήταν γνωστή μου. Η ημερομηνία ανοιχτή, για πάσα ενδεχόμενο τρομοκρατίας. -Ιλλιγκειώδες ταχύτητα με παράθυρο, στους καπνίζοντες και χωρίς επιστροφή, παρακαλώ. Να σχίζεται η μιζέρια πίσω μου. Έτσι μικρόψυχα θέλω να τα θυμάμαι όλα. Σαν να μην ξαναγύριζα ποτέ πια. Να μπερδεύομαι με επιβάτες μάνες, φοιτητές και αρρώστους. Καπελάκια και ομπρελίνα στοιβαγμένα σε διαδρόμους με παπάδες και εραστές. Τελευταία φορά που συνυπάρχω με ανθρώπους, ένα βαγόνι η υδρόγειος. Ανάσες ινδικές, ιταλικές, ντυμένες με σκοτσέζικες φουστίτσες, δημιουργούν ένα ενδιαφέρον κλήμα να αφοσιωθώ. Η μεταφορά πολιτιστικής παράδοσης -εν αγνοία της-, υπήρξε πάντα από τα παθιασμένα μου χόμπι.

Σε γραμμή ορίζοντα, θα αψηφήσω το εγώ μου. Θα αποδείξω πως ήμουν εξαρχής, ολόιδιος, κενού σημείου επαφής, ορίζοντα με γη. Κατεξοχήν ελεύθερος και εξοικειωμένος, με οποιαδήποτε ψυχή υποτροπιάζει στον ίσκιο της, μεταλλάσσοντας την αδυναμία σε τέρας. Θα είμαι ελεύθερος λοιπόν σε κάλεσμα αλλαγής, προσφέροντας εξημερωμένη οδύνη. Ανυπομονώ να βρεθώ στο σημείο συνάντησης. Αναμένεται εξαντλητική συναλλαγή. Με δεξιοτεχνία χειρουργού, προσπαθώ να αποκολλήσω επιχειρήματα που έμειναν στις άδειες θέσεις. Πώς θα μπορέσω να εξοντώσω την απόγνωση από τις ψυχές των άλλων; Με αυτές μου τις σκέψεις, οδηγείτε το μέσο μόνο του. Πώς αλλιώς; Δεν υπάρχουν μάρτυρες ζωντανής ύλης! Πάντα τελευταία μαθαίνει κανείς την συνέχεια του! Τις συνέπειες αυτής της γνώσης, τις ξεπληρώνω εικονοποιόντας τους εφιάλτες μου. Στην άλλη όχθη, τα σώματα περιμένουν την επιστροφή της καθαρής ψυχής τους. Σύντομα θα γιατρευτούν. Έχει αρχίσει η περιφορά πραγματικότητας. Κάπου εκεί οριοθετώ τον θάνατο.

Λευκή συμφωνία


Τα διυλιστήρια μύρισαν κάθαρση. Λευκές ποδιές, ετοίμασαν το χώρο για το μυστήριο. Βαφτίστηκε η αλλαγή ΄΄ελπίδα΄΄. Σύντομα θα φανεί η εξάλειψη. Ποτέ του το λευκαντικό δεν νίκησε τη μνήμη. Χρόνια ποτίζω τα μάρμαρα της λύπης, ουδείς τρόπος επέφερε λύση. Υποκλίνομαι, να βλέπω να μου κλέβουνε εξάρτηση. Γράψε με δεμένα μάτια, προειδοποίηση: ξοφλάνε τα θέλω της λύπης. Έτσι και έγινε. Άπραγες βαδίζουν οι νεοκόρες, για το εις σάρκαν μιαν.

Πες κάτι.

Αρχίζει να οργιάζει η σκέψης. Καλπάζοντας, αφήνει παγίδες, στα ντροπής γρασίδια, ηδονικά σπαράζοντας σε μια εικόνα βροχής. Τοπίο που πικραίνει τη βιασύνη, μπερδεύοντας την με τα χλωρά. Άγνωστα τα χάδια σου στη γη… ψιθύρισε η βλάστηση για σιγουριά. Άφησε ο ιδρώτας σου μια μυρωδιά, που δύσκολα θα ξεκολλήσω τα χορτάρια, απ’ την γυμνή σου πλάτη. Σε κάθε σου βήμα χαχανίζει το λιβάδι. Τα ίχνη σου θυρίδες. Ζαλισμένες οι μέλισσες, τρυπώνουν στο κορμί σου. Τι μυστήριο, με πόση επιμονή, προσπαθούν να ζωντανέψουν, τα αποσυνδεμένα ξερόφυλλα, στο κύτταγμα σου! Πόσο εύκολα σου παραδίδεται το σύμπαν. Εντούτοις, είσαι ένα θαύμα.



photo by: info@katherinedutiel.com

Δύσκολη συνάντηση.


Η έρημος των σωμάτων ρίγησε. Τα σκονισμένα κάγκελα, ενσαρκώνουν το αντίο σου. Κράτησα λίγο δάκρυ χωρισμού, για τις απότιστες γαρδένιες σου. Ως πότε θα ταλαιπωρώ τα έπιπλα; έχουν γεμίσει φλούδες ματαιοδοξίας. Άχρηστες οι παλιές συνθήκες. Ο χρόνος -σύμβουλος της απάθειας μου- ξεμπροστιάζοντας τη νιότη, για την συντόμευση μου, κάνοντας δυσκολότερη την αναγνώριση του παρελθόν, με την πραγματικότητα. Δύσκολη συνάντηση.

Το φονικό του φεγγαριού.


Ύστερα, έρωτα, όλα ‘τουτα θα τα αφήσω. Για να προλάβω να ντύσω ανθούς τα γυμνά κλαδιά, που γνέφουν στους περαστικούς και τους ζαλίζουν. Μάταια περνάνε. Βγάλανε οι γυναίκες τα προικιά. Φθινοπώριασε… Λευκά κεντήματα και σαπουνάδες, γλυκαίνουν τους συγκεντρωμένους, στους δρόμους τις γωνιές. Στοίχημα, θα διασχίσω πρώτος, τη σκάφη της γιαγιάς ως τον Νείλο. Πρώτη θέση, σε ιερή τελετή. Μια γέρικη φωνή: ‘’Όνομα, διεύθυνση, ρυτίδες εποχής χωρίς επάγγελμα. Απάντησε μου αμέσως’’. Ξαναγλιστρώ στη σαπουνάδα μου –στρωμένη δουλεία πια. Ίσα ίσα που προλάβαινα τη νιότη μου. Είχαν μαζευτεί όλοι της αυλής, με τα καινούργια ‘ξώραφα. Έντρομοι τινάχτηκαν απ’ το θλιβερό φαΐ τους. Ευκαιρία, εντελώς μόνη στο δρόμο σε συναντώ, με το φεγγάρι κουβεντιάζεις και σου χαμογελά. Δεν θα χαλάσω αυτή τη νύχτα. Διαπραγματεύομαι απλά με τον ήλιο, το φονικό του φεγγαριού.

Η άνοιξη


Η αντίζηλος σου άνοιξη, χορεύει επίμονα, δροσερή, κεφάτη, ανανεώνει τους εραστές και πλουτίζει τους εμπόρους της. Η δυστυχής, προσπαθεί επίμονα να πείσει για τη νεότητα της, αντιμάχοντας τη δική σου. Στα άνθη της, οι μαγικοί λωτοί, εξαφανίζουν το χρόνο από το νου των ερώτων. Ποιός θυμάται, πως τόσα χρόνια, πορεύονται μαζί με τον χειμώνα. Ίσως η εμμονή του φρέσκου, μην έχοντας τίποτα άλλο για αναπλήρωμα. Όλα δουλεύουνε γι’ αυτό και τα πουλιά, οι συνωμότες αρχηγοί, δίνουν δημόσια ΄΄παράσταση΄΄. Άφιλο κέρδος οι ψυχές. Εν όψη ανατύπωσης έγχρωμης φωτογραφίας, τίποτα δεν αντιστέκεται στο ανυποψίαστο αίσθημα. Φαντάζομαι πως το χειμώνα, όλα τούτα, κάνουνε πρόβες εν όψιν πρεμιέρας, γι’ αυτό δεν μου εμφανίζονται. Πέρα απ΄ την όψη των ματιών σου κάθε στιγμή του χρόνου. Τους δύστυχους τυφλούς του χειμώνα σκέφτομαι συχνά και την μασκαρεμένη ξανθή, γηραιά άνοιξη.

Και όλα αυτά σ’ ένα δωμάτιο αντοχής ξορκίζοντας το πεπρωμένο. Ηθικός αυτουργός, η ξεχασμένη σου πετσέτα στο καλοριφέρ, το ποτισμένο απ’ το άρωμα σου ντουβάρι αντοχής, τα ίχνη απ’ το λευκό σου πέλμα στο μωσαϊκό. Δανείζομαι κορμί και αναζητώ κομμάτια σου στο χώρο, αποτυπώματα καλλίγραμμων δακτύλων στα ντουλάπια. Καιρό που έχει να καθαριστεί ο χώρος! Ανοίγω σαν καταλαγιάσει το κουρνιαχτό του κόσμου, μήπως και σκεπάσει ο καθαρός αέρας τα αποτυπώματα σου. Μυρωδιές που φέρνει η γηραιά κυρία, έτοιμες να καλύψουν τις δικές σου –ακόμα σε αντιμάχεται. Θα ανοίξω του Σεπτέμβρη.

Χόρτασα, πόσα χρόνια ποθούσα απ’ το δικό σου χέρι, μονάχος να προσεγγίσω τον εχθρό. Ανόσια ανταποδίδω κρυφά στη νύχτα, δέκα χτυπήματα εξαγνισμού, σαν κήρυκας δοξολογώντας τη λευκή όψη της αυγής. Φαίνεται, χαίρεσαι να υφαίνεις αποχρώσεις στις φλέβες μου. Δε με γνώρισες; Ο φόβος σου σκότισε το μυαλό. Ξυπνάτε άραγε εσείς οι μεθυσμένοι με αγίασμα μονάχα, σαν κάποιος γέρος καθαρός σας λούσει; Θυσία πάντα τα έλαια σου στους φτωχούς, να κόψεις δυστυχία παντοτινή, στην ιερή πυρά να τη βυθίσεις. Πρόθυμα η ανάσα σου στο Θεό να τρέξει. Δίχως στολίδια, καθρεφτίζοντας αγρίμια, το σώμα σου τροφή στα όρνια κι όλες τις ατιμίες λαχταρώ, να ξεστομίσω την ώρα που κατάματα θα λυτρωθώ από άνθρωπος. Ταπεινό το στόμα που φωνάζει Δόξα. Μακριά από υπηρέτες κι από στεφάνια που δύσκολα αξίζεις. Σιχαίνομαι τα ονόματα της ντροπής που αμφίβολα αιώνια συγκατοικούμε. Να ‘ναι φρόνιμη τάχα η συμφορά του ανθρώπου στου νηπίου το λυγμό; Παράνομα λάμπεις στη δίκη αυτή. Θα μιλήσω φριχτά μόνο. Την τελευταία πράξη την κερδίζει η σφαγή. Καταχωρήθηκε. Τραβάτε τώρα να πληρώσετε και τη σειρά σας.

Η φρίκη ετελέσθει.